μεταφράζομαι

μεταφράζομαι
μεταφράζομαι, μεταφράστηκα, μεταφρασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταφράζω — (ΑΜ μεταφράζω) [φράζω] 1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο από μια γλώσσα σε άλλη 2. αποδίδω γραπτό ή προφορικό λόγο με διαφορετικό εκφραστικό τρόπο, εξηγώ, ερμηνεύω νεοελλ. μεταγλωττίζω αρχ. (το μέσ.) μεταφράζομαι σκέπτομαι για κάτι κατόπιν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”